- αναβολέας
- Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου.
(Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί όλων των θηλαστικών. Σχηματίζουν μικρή αλυσίδα, τοποθετημένα κατά σειρά από έξω (τύμπανο) προς τα μέσα (λαβύρινθος): σφύρα, άκμων και α. Η αποστολή τους είναι να μεταδίδουν τις ηχητικές δονήσεις που δέχεται η μεμβράνη του τυμπάνου στο υγρό που βρίσκεται στο έσω ους. Ο α. βρίσκεται σε οριζόντια θέση, σχηματίζοντας ορθή γωνία με τη μακριά απόφυση του άκμονα, και ζυγίζει περίπου 0,003 γραμ. Ονομάζεται έτσι γιατί μοιάζει πολύ με τον α. του ιππέα. Συνδέεται από τη μία πλευρά με τον άκμονα, με συνάρθρωση, και από την άλλη πλευρά με την ωοειδή θυρίδα, με έναν σύνδεσμο. (H σκλήρυνση αυτού του συνδέσμου προκαλεί την ωτοσκλήρωση, που θεραπεύεται μόνο με χειρουργική επέμβαση, όπου αντικαθίσταται ο α. με άλλον τεχνητό.) Στον α. καταφύεται ένας από τους μικρότερους γραμμωτούς μύες των θηλαστικών (o μυς του α.), που τείνει να έλκει τα σκέλη του α. έξω από την ωοειδή θυρίδα.
* * *ο (AM ἀναβολεύς, -έως) [ἀναβάλλω]1. (νεοελλ.-μσν.) ο εξαρτώμενος από τη σέλα μεταλλικός κρίκος, όπου πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο άλογο και στηρίζουν τα πόδια τους κατά τη διάρκεια τής ιππασίας, ο αναβατήραςαρχ.αυτός που βοηθάει κάποιον να ιππεύσει, ο ιπποκόμος.2. (Ανατ.)το μικρότερο από τα τρία ακουστικά* οστάρια. Η κεφαλή του αρθρώνεται με το μακρό σκέλος τού άκμονα, ενώ η βάση του συνδέεται με την ωοειδή θυρίδα τής αίθουσας.
Dictionary of Greek. 2013.